- οποθεραπεία
- ηιατρ. θεραπευτική χρησιμοποίηση, κυρίως κατά το παρελθόν, οργάνων ή εκχυλισμάτων οργάνων ζωικής προέλευσης για την αναπλήρωση τής ανεπάρκειας ορισμένων οργάνων με τη χορήγηση τών ομολόγων τους που λαμβάνονται από ζώα, αγωγή που έχει αντικατασταθεί με την ορμονοθεραπεία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opotherapy < οπός + θεραπεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.